- υλώδης
- -ες / ὑλώδης, -ῶδες, ΝΑ [ύλη]ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», Θουκ.)αρχ.1. υλικός2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑλώδητόποι καλυμμένοι από δάση.
Dictionary of Greek. 2013.